- περιώσιος
- περίωσιςdriving roundfem gen sg (epic doric ionic aeolic)περιώσιοςimmensemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιώσιος — και αιολ. τ. περώσιος, ον, Α 1. άπειρος, πολυπληθής (α. «περιώσια χρήματα», Σόλ. β. «περιώσια φῡλα», Απολλ. Ροδ.) 2. σπάνιος 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) περιώσιον και περιώσια υπέρμετρα, υπερβολικά 4. φρ. «περιώσιον ἄλλων» περισσότερο… … Dictionary of Greek
περιωσίως — περιώσιος immense adverbial περιώσιος immense masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώσιον — περιώσιος immense masc/fem acc sg περιώσιος immense neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωσίῳ — περιώσιος immense masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώσια — περιώσιος immense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερώσιος — και δ. γρφ. ὑπερόσιος, ον, Α περιώσιος*, υπέρμετρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, κατά το περιώσιος (βλ. λ. περιώσιος)] … Dictionary of Greek
περιώσι' — περιώσιι , περίωσις driving round fem dat sg (epic doric ionic aeolic) περιώσιε , περίωσις driving round fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) περιώσια , περιώσιος immense neut nom/voc/acc pl περιώσιε , περιώσιος immense masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιωσίως — Α βλ. περιώσιος … Dictionary of Greek
περώσιος — ὁ, Α βλ. περιώσιος … Dictionary of Greek